Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012

Κάτω από στάχτη και πάγο



 «Ένας τόπος παράξενος.-μια χώρα που δεν συμβαδίζει πολιτικά και πολιτιστικά με τις υπόλοιπες σκανδιναβικές χώρες. Στην επιφάνεια, φαίνεται να είναι ειδυλλιακή, καθαρή, ασφαλής και ήσυχη σε αξιοσημείωτο βαθμό, αλλά κάτω από το λαμπερό περίβλημα υπάρχει κάτι που θυμίζει φωλιά αρουραίων σε αναταραχή».[i] Με αυτά τα λόγια περιγράφει την Ισλανδία ο Quentin Bates,  Βρετανός συγγραφέας που τοποθετεί τα αστυνομικά του μυθιστορήματα στην Ισλανδία. 

Η Ισλανδία βρίσκεται ανάμεσα στην Ευρώπη και την Αμερική, όχι μόνο γεωγραφικά αλλά και πολιτιστικά. Where Europe meets America, Εκεί όπου η Ευρώπη συναντά την Αμερική, αυτό είναι άλλωστε το κεντρικό σλόγκαν που διαβάζουμε στον επίσημο διαδικτυακό τόπο της χώρας. Μια νεαρή νησιωτική χώρα, με πληθυσμό μικρότερο του μισού εκατομμυρίου, μοναδική γεωλογία και γεωγραφία, η Ισλανδία έχει δεχτεί επιρροές τόσο από τις υπόλοιπες σκανδιναβικές χώρες όσο και από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Αν και επισήμως ουδέτερη, η Ισλανδία στάθηκε δίπλα στη Βρετανία και στις ΗΠΑ κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Βρετανία δημιούργησε άλλωστε εκτεταμένες στρατιωτικές βάσεις στην Ισλανδία στις αρχές του Δεύτερου Παγκόσμιου Πόλεμου, τις οποίες από τον καλοκαίρι του 1941 ανέλαβαν οι δυνάμεις των ΗΠΑ. Τότε οι χιλιάδες αμερικανών στρατιωτών που στρατοπέδευσαν για μεγάλο διάστημα στη χώρα, αναστάτωσαν και γοήτευσαν τους απομονωμένους Ισλανδούς και ιδιαίτερα τις νεαρές γυναίκες. Πολλές από αυτές απέκτησαν παιδιά με τους στρατιώτες και η αλληλεπίδραση με τους Αμερικανούς σφράγισε την ισλανδική κοινωνία μέχρι και σήμερα.
                Η Ισλανδία είναι ένας τόπος άγνωστος. Η πραγματική Ισλανδία δεν είναι ορατή στον επισκέπτη, αλλά κρύβεται από ένα πλαστό τουριστικό επικάλυμμα. Ο ήρωας των αστυνομικών μυθιστορημάτων του Άρναλδουρ Ινδρίδασον,  Έτλεντουρ, μας χαρίζει μερικές πνευματώδεις σκέψεις του σχετικά με την εικόνα που θέλει να δείξει η Ισλανδία προς τα έξω. Στο, αμετάφραστο στα ελληνικά, μυθιστόρημα Voices, ο Έτλεντουρ παρατηρεί τα σουβενίρ σε ένα τουριστικό κατάστημα, προϊόντα από δέρμα φώκιας και αλεπούς, εικόνες από φάλαινες που κολυμπάν κοντά στις ακτές, μικρογραφίες αρχαίων θεών. Τότε ομολογεί ότι «σκέφτηκε να αγοράσει ένα αναμνηστικό αυτής της ιδιαίτερης Τουρίστο-Ισλανδίας που υπάρχει μόνο στο μυαλό των εύπορων ξένων επισκεπτών, αλλά δεν μπορούσε να εντοπίσει τίποτα αρκετά φθηνό».[ii]
Ακόμα και η ύπαρξη της ισλανδικής αστυνομικής λογοτεχνίας είναι ένα παράδοξο. Η Ισλανδία είναι ίσως μία από τις ειρηνικότερες χώρες παγκοσμίως, μια χώρα όπου το έγκλημα είναι σπάνιο και ακόμα και ο στρατός και η αστυνομία είναι άοπλοι. Είναι συχνό να περάσει ένας ολόκληρος χρόνος χωρίς να σημειωθεί ούτε ένας φόνος. Επιπλέον, το ίδιο το μυθιστόρημα είναι πολύ πρόσφατο φαινόμενο στη χώρα καθώς το πρώτο μυθιστόρημα γραμμένο στα ισλανδικά θεωρείται ότι δημοσιεύτηκε μόλις το 1850.  Ωστόσο, είναι γνωστό ότι σήμερα Ισλανδοί διαβάζουν αξιοσημείωτα πολύ, ενώ παράλληλα εξασκούν με επιτυχία όλα τα λογοτεχνικά είδη. Αναμφίβολα, το σημαντικότερο εξαγώγιμο λογοτεχνικό προϊόν τους είναι το αστυνομικό μυθιστόρημα. Είναι χαρακτηριστικό ότι με μια αναζήτηση στη biblionet.gr έργων μεταφρασμένων στα ελληνικά από την ισλανδική γλώσσα, ανάμεσα στα δώδεκα αποτελέσματα που εμφανίζονται τα έξι ανήκουν στην κατηγορία των αστυνομικών μυθιστορημάτων. 
Η ισλανδική αστυνομική λογοτεχνία έχει έναν βασιλιά και μια βασίλισσα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και άλλοι αξιόλογοι συγγραφείς που το έργο τους περνά τα σύνορα της Ισλανδίας. Στα ελληνικά έχουν κυκλοφορήσει δύο μυθιστορήματα του Άρναλδουρ Ινδρίδασον και αντίστοιχα τρία μυθιστορήματα της Ίρσα Σιγκουρδαρντότιρ, αλλά και ένα ιδιαίτερο νουάρ μυθιστόρημα του Άρνι Θοράρινσον.

Ανάμεσα στο σήμερα και το χτες
Ο Άρναλδουρ Ινδρίδασον είναι παγκοσμίως γνωστός για τη σειρά αστυνομικών μυθιστορημάτων με πρωταγωνιστή τον μεσήλικα επιθεωρητή Έτλεντουρ. Ο Έτλεντουρ είναι ένας άντρας  μοναχικός και μελαγχολικός. Όταν γυρνά στο σπίτι δεν τον περιμένει τίποτα, «μόνο η μισοχαλασμένη τηλεόραση, μια πολυθρόνα, ένα φθαρμένο χαλί, περιτυλίγματα από έτοιμα γεύματα στην κουζίνα και ολόκληροι τοίχοι γεμάτοι βιβλία που διάβαζε μες στην μοναξιά του».[iii] Ο επιθεωρητής εγκατέλειψε τη γυναίκα του όταν τα δύο παιδιά τους ήταν ακόμα νήπια και έχασε την επαφή μαζί τους μέχρι που εκείνα τον έψαξαν ξανά. Οι οικογενειακή του ζωή συνοψίζεται στις περιστασιακές συναντήσεις του με την κόρη του Εύα Λιντ. Στην αρχή της Φορμόλης μας τη συστήνει:
«Η Εύα Λιντ φορούσε σκισμένο μπλουτζίν και ένα μαύρο δερμάτινο μπουφάν μοτοσικλετιστή. Τα μαλλιά της ήταν κοντά και κατάμαυρα. Δύο ασημένια κρικάκια ήταν περασμένα στο δεξί της φρύδι και ένας ασημένιος σταυρός κρεμόταν από το αυτί της. Κάποτε είχε μια υπέροχη, αστραφτερή οδοντοστοιχία, τα σημάδια όμως είχαν αρχίσει να διακρίνονται και εκεί: όταν χαμογελούσε πλατιά, διαπίστωνες ότι της έλειπαν δύο δόντια στο πίσω μέρος της άνω γνάθου. Ήταν πολύ αδύνατη, με τραβηγμένο πρόσωπο και μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια.»[iv]
Η Εύα Λιντ είναι ναρκομανής και ο τρόπος ζωής της αυτοκαταστροφικός. Ο Έτλεντουρ προσπαθεί να την προστατέψει αλλά δεν τολμά να παρέμβει δυναμικά, καθώς έχει ενοχές ότι η συμπεριφορά του ως πατέρα οδήγησε την κόρη του εκεί. Ο κόσμος των ναρκομανών απασχολεί τον Ινδρίδασον στα βιβλία του. Ψάχνοντας την συχνά εξαφανισμένη Εύα Λιντ, ο επιθεωρητής επισκέπτεται τις τρώγλες όπου ζει κατά καιρούς εκείνη και γνωρίζει τους ανθρώπους που συναναστρέφεται. Ο αναγνώστης σχηματίζει τελικά μια ολοκληρωμένη εικόνα του αναπάντεχα σκοτεινού υπόκοσμου του Ρέικιαβικ.
Αυτό που φαίνεται να ενδιαφέρει περισσότερο τον Ινδρίδασον να αναδείξει μέσα από τα κείμενά του είναι ο προβληματισμός για την ιστορία της Ισλανδίας αλλά και για τις μεγάλες αλλαγές που έχει υποστεί η χώρα τις τελευταίες δεκαετίες. Η αντιπαράθεση της παλιάς και της νέας Ισλανδίας είναι ένα σταθερό μοτίβο. Για τον Barry Forshaw, το βρετανό ειδικό της αστυνομικής λογοτεχνίας, ο Ισλανδός συγγραφέας προκρίνει τα κοινωνικά ζητήματα, δίνοντας έμφαση στη επιρροή του Ψυχρού Πολέμου. Επιχειρεί μια ανασκόπηση του ισλανδικού παρελθόντος και των ιδεολογικών ματαιώσεων της γενιάς του.[v] Αυτό δε σημαίνει ότι η αλλαγή της ζωής στην Ισλανδία αφορά τον Ινδρίδασον και μόνο, αλλά είναι για αυτόν πρωτεύων ζήτημα. Η Ίρσα Σιγκουρδαρντότιρ σχολιάζει και αυτή σε ορισμένα σημεία τη μεταμόρφωση της Ισλανδίας. Χαρακτηριστικά στην Έκρηξη, η Θόρα, η ηρωίδα των μυθιστορημάτων της Σιγκουρδαρντότιρ, που βρίσκεται σε ένα μικρό νησί για της ανάγκες της υπεράσπισης του πελάτη της, ξαφνιάζεται καθώς  η κοινότητά του της θυμίζει «την Ισλανδία του παλιού καιρού- την εποχή πριν από την εμφάνιση των μεγαλοκαρχαριών της οικονομίας, όταν σχεδόν δεν υπήρχαν ταξικές διαφορές και οι πλουσιότεροι άνθρωποι ήταν οι φαρμακοποιοί».[vi]
Ο Ινδρίδασον επιλέγει να εικονογραφήσει τη νέα Ισλανδία προσωποποιώντας την στο χαρακτήρα του συνεργάτη του επιθεωρητή Έτλεντουρ, Σίγουρδουρ Όλι. Ψηλός και όμορφος, απόφοιτος εγκληματολογίας, ο Σίγουρδουρ Όλι είναι ένας αστυνομικός του μέλλοντος. Τον συνάδελφο του Έτλεντουρ ενδιαφέρουν τα ταξίδια, οι ανέσεις, τα ακριβά έπιπλα και ρούχα και η πένα του Ινδρίδασον δεν είναι καθόλου επιεικής μαζί του. Η Katrin Jakobsdottir σε ένα άρθρο για την εθνική ταυτότητα στο ισλανδικό αστυνομικό μυθιστόρημα σχολιάζει ότι  ο Σίγουρδουρ Όλι «σατιρίζεται σταθερά. Παρόλο που είναι μοντέρνος, εξοικειωμένος με τις νέες τεχνολογίες και μαυρισμένος, είναι επίσης στενόμυαλος και άγαρμπος στις διαπροσωπικές του σχέσεις και δεν καταλήγει να είναι καλύτερος αστυνομικός ή άνθρωπος από τον Έτλεντουρ».[vii]
Οι υποθέσεις που παθιάζουν τον Έτλεντουρ δεν είναι εγκλήματα του σήμερα. Στην Σιωπή του τάφου προσπαθεί να ανακαλύψει τα μυστικά ενός μυστηριώδους πτώματος που βρίσκεται θαμμένο στα θεμέλια μιας οικοδομής στα νέα προάστια του Ρέικιαβικ. Στη Φορμόλη η δολοφονία ενός άντρα οδηγεί σε αποκαλύψεις εγκλημάτων που έγιναν σαράντα χρόνια πριν. Το χθες τον αφορά:
«Ο Έτλεντουρ είχε διαβάσει κάποτε ότι το παρελθόν ήταν μια άλλη επικράτεια, και αυτό το καταλάβαινε. (…) Ωστόσο δεν ήταν διατεθειμένος να διαγράψει το παρελθόν».[viii]
Η λύση της υπόθεσης δεν πρόκειται να οδηγήσει κάποιον επικίνδυνο εγκληματία στη φυλακή αλλά μάλλον να επιφέρει τη δικαιοσύνη, να διορθώσει λάθος εκτιμήσεις του παρελθόντος, να δικαιώσει τους αδικημένους. Στη Φορμόλη, ο Έτλεντουρ λέει κατηγορηματικά στους συνεργάτες του:
«Ο φόνος είναι φόνος. (…) Δεν έχει σημασία πριν από πόσα χρόνια έγινε. Αν είναι φόνος πρέπει να μάθουμε τι συνέβη, ποιόν σκότωσαν και γιατί και ποιος ήταν ο δολοφόνος».[ix]
Ο Ινδρίδασον διαπλέκει με αριστοτεχνικό τρόπο την προσωπική ζωή των ηρώων του με την πορεία της έρευνας. Τα προσωπικά προβλήματα του επιθεωρητή λειτουργούν άλλοτε ως καύσιμο και άλλοτε ως τροχοπέδη για την επίλυση της υπόθεσης που έχει αναλάβει, ενώ παράλληλα οι κρυμμένες ιστορίες που αποκαλύπτονται με τη λύση του αινίγματος τον κάνουν να προβληματίζεται για τις δικές του επιλογές και τον τρόπο που ζει τη ζωή του. Στη Σιωπή του τάφου θα φτάσει να ομολογήσει στην κόρη του που βρίσκεται σε κώμα την κρυφή του ενοχή για την εξαφάνιση του αδερφού του σε μια χιονοθύελλα όταν ήταν μικρός. Ο Έτλεντουρ «πολεμούσε ενάντια σε αυτή τη χιονοθύελλα σ’ όλη του τη ζωή, και το μόνο που έκανε το πέρασμα του χρόνου ήταν να τη δυναμώνει».[x] Είναι μια ιστορία που τον στοιχειώνει και η προσπάθεια να λύσει το αίνιγμα μια άλλης εξαφάνισης θα λειτουργήσει για αυτόν λυτρωτικά. Με την αποκάλυψη αυτή εξηγείται και το πάθος του Έτλεντουρ για ιστορίες εξαφανίσεων και επιβίωσης ανθρώπων στην άγρια φύση της Ισλανδίας.
Ο ίδιος ο Έτλεντουρ κατάγεται από αυτήν ακριβώς την άγρια ισλανδική επαρχία. Για αυτόν το Ρέικιαβικ είναι «μια σύγχρονη πόλη που είχε κατακλυστεί από ανθρώπους που δεν ήθελαν να ζουν πια στην επαρχία (…) και είχαν έρθει στην πόλη για να φτιάξουν μια νέα ζωή, αλλά είχαν χάσει τελικά τις ρίζες τους και είχαν απομείνει χωρίς παρελθόν και με ένα αβέβαιο  μέλλον». Για τον επιθεωρητή Έτλεντουρ, οι ρίζες των ανθρώπων είναι οι ιστορίες τους, οι αφηγήσεις τους για τις ζωές των ανθρώπων που έζησαν και ζούνε γύρω τους. Αφηγήσεις για γέννες, θανάτους και εξαφανίσεις σε διαδρομές μέσα σε αφιλόξενα τοπία. Αυτή είναι η σύνδεση με το παρελθόν που χάνεται όταν κάποιος έρχεται από το χωριό του στην πρωτεύουσα.  Ο ίδιος ο ήρωας του Ινδρίδασον ομολογεί ότι στο Ρέικιαβικ «ένιωθε πάντα ξένος».[xi]

Βαθιά θαμμένα μυστικά
Η Θόρα, η ηρωίδα των μυθιστορημάτων της Ίρσα Σιγκουρδαρντότιρ, δεν είναι αστυνομικός αλλά δικηγόρος και μάλιστα χωρισμένη μητέρα δύο παιδιών. Η προσπάθειά της να συνδυάσει καριέρα και οικογενειακή ζωή δεν στέφεται πάντα από επιτυχία και συχνά η μαγειρική της δραστηριότητα δεν ξεπερνά την αγορά κατεψυγμένων γευμάτων. Η Σιγκουρδαρντότιρ, πολιτικός μηχανικός και πολυβραβευμένη συγγραφέας παιδικών βιβλίων, είναι και εκείνη μητέρα δύο παιδιών. Γράφοντας επιπλέον σε μια χώρα στην οποία οι δείκτες ισότητας των φύλων είναι εξαιρετικά υψηλοί, είναι αναμενόμενο να δημιουργήσει έναν θηλυκό λογοτεχνικό χαρακτήρα τόσο δυναμικό όσο είναι η Θόρα.
Αν ο Ινδρίδασον επιμένει να διερευνά το θέμα της εθνικής ταυτότητας και του παρόντος της Ισλανδίας, την Σιγκουρδαρντότιρ ενδιαφέρουν περισσότερο οι μύθοι και οι θρύλοι της ισλανδικής κοινωνίας αλλά και γεγονότα σταθμοί της εθνικής ιστορίας. Στον Κύκλο του κακού επαναφέρει το κυνήγι μαγισσών ενώ στην Έκρηξη τοποθετεί την υπόθεση στην υπό ανασκαφή Πομπηία του Βορρά. Πρόκειται για την –πραγματική- προσπάθεια των αρχαιολόγων για να αποκαλυφθούν κάποια από τα σπίτια που σκεπάστηκαν από λάβα και στάχτη όταν το 1973 εξερράγη το ηφαίστειο στο νησί Heimaey και το νησί εκκενώθηκε μέσα σε μια νύχτα. Στο μυθιστόρημα που λαμβάνει χώρα στο νησί, την Έκρηξη, η Θόρα θα ασχοληθεί ακόμη με τον περίφημο Πόλεμο του Μπακαλιάρου μεταξύ Ισλανδίας και Βρετανίας που έλαβε χώρα τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1970. Η σύγχρονη πολιτική δεν έχει θέση στα βιβλία της. Η ίδια λέει ότι δεν αξίζει να ασχοληθεί με την ισλανδική πολιτική σκηνή, τη βρίσκει «πραγματικά βαρετή-και γελοία. Είναι αρκετό να είναι αναγκασμένος κανείς να έχει αυτή την κατάσταση να επικρέμεται πάνω από το κεφάλι του σαν ένα βαρύ σύννεφο που σκιάζει την καθημερινή ζωή».[xii]
Η Ισλανδή συγγραφέας προτιμά να φέρνει στο προσκήνιο λιγότερο λαμπερά αλλά πιο ουσιαστικά ζητήματα, όπως η ανορεξία, πρόβλημα που αγγίζει στην Έκρηξη. Η μικρή Τίνα, καρπός μιας σχέσης χωρίς αγάπη, πάσχει από ανορεξία και η περιγραφή της ψυχολογίας και των σκέψεων της ασθενούς είναι τόσο ρεαλιστική που γίνεται αφόρητη για τον αναγνώστη. Όπως και ο  Ινδρίδασον όταν ασχολείται με το πρόβλημα των ναρκωτικών, έτσι και η Σιγκουρδαρντότιρ φαίνεται να ανησυχεί για την κατάσταση της οικογένειας και των προσωπικών σχέσεων στην Ισλανδία. Η Θόρα έχει ένα διαλυμένο γάμο, ο Έτλεντουρ το ίδιο, ενώ η Εύα Λιντ είναι έγκυος από έναν άγνωστο άντρα.
Είναι κοινός τόπος στη σκανδιναβική αστυνομική λογοτεχνία η διερεύνηση της σχέσης γονέων και παιδιών. Η πατρότητα είναι ένα θέμα που επανέρχεται συνεχώς στα μυθιστορήματα του σουηδού Άρνε Νταλ ενώ στα Οικογενειακά Μυστικά της ομοεθνούς του Καμίλα Λάκμπεργκ όλη η υπόθεση περιστρέφεται γύρω από τη μητρότητα. Στη Σιωπή του τάφου, ο Έτλεντουρ, με τη σειρά του, εκθέτει τους προβληματισμούς του:
«Σκέφτηκε τα παιδιά που δεν γνωρίζουν ποτέ ουσιαστικά τους γονείς τους, δεν μαθαίνουν ποτέ τι άνθρωποι είναι πραγματικά. Γεννιούνται όταν οι γονείς τους βρίσκονται στα μισά της ζωής τους και δεν έχουν ιδέα ποιοι είναι. (…) Δεν ανακαλύπτουν ποτέ τα κοινά και ξεχωριστά μυστικά τους (…). Αναλογίστηκε πώς καταφέρνουν οι γονείς να κρατούν τα παιδιά τους σε απόσταση μέχρι που απομένει μόνο μια επίκτητη ευγενική συμπεριφορά, με μια τεχνητή ειλικρίνεια που πηγάζει από την κοινή εμπειρία μάλλον παρά από πραγματική αγάπη.»[xiii]
Η κριτική του Ινδρίδασον απευθύνεται ως ένα βαθμό στην αναποτελεσματικότητα των κοινωνικών υπηρεσιών  και του ίδιου του κοινωνικού συνόλου που αφήνουν ναρκομανείς να μεγαλώνουν μικρά παιδιά ή βίαιους άντρες να κακοποιούν επανειλημμένα την οικογένειά τους. Η φυσική η σεξουαλική βία κατά των γυναικών είναι στην ουσία το έγκλημα στα δύο μεταφρασμένα στα ελληνικά βιβλία του Ινδρίδασον αλλά και στην Έκρηξη της Ίρσα Σιγκουρδαρντότιρ, όπου ο κύκλος της βίας ξεκινάει με το βιασμό μίας έφηβης που θα αναγκαστεί να “θυσιαστεί” για την οικογένειά της. Στη Σιωπή του τάφου, η Μάργκριετ,  θύμα πολύχρονης οικογενειακής βίας, μας αποκαλύπτει τις σκέψεις και τα συναισθήματά της, καθώς παραιτείται από κάθε ελπίδα λύτρωσης:
«Ντρεπόταν που την έδερνε και την ξυλοκοπούσε εκεί που δεν το περίμενε. (…) Ντρεπόταν για τη ζωή που ζούσε, που σίγουρα θα ήταν ακατανόητη στους άλλους, εξευτελιστική. (…) Ήταν αναγκασμένη να υπομένει την κακομεταχείριση του. Για κάποιο λόγο αυτός ήταν το πεπρωμένο της, ένα πεπρωμένο απόλυτο και αμετάβλητο.»[xiv] 
               Στην Ισλανδία τα μυστικά είναι θαμμένα βαθιά. Κάτω από στρώσεις πάγου και ηφαιστειακής τέφρας ή πίσω από τη μάσκα της ευτυχισμένης οικογένειας κρύβονται φριχτές ιστορίες βίας και καταπίεσης. Η αστυνομική έρευνα  του επιθεωρητή Έτλεντουρ ή αυτή της δικηγόρου Θόρα, θυμίζει ανασκαφή και φέρνει στο νου τον αρχαιολόγο Σκάρπχιεδιν στη Σιωπή του τάφου για τον οποίο «η ανασκαφή ήταν μια ιερή τελετουργία κατά την οποία το έδαφος έπρεπε να αφαιρεθεί σε διαδοχικά στρώματα μέχρι να βγει στο φως το ιστορικό που υπήρχε κρυμμένο από κάτω και να αποκαλυφθούν όλα τα μυστικά».[xv]

ΙΣΛΑΝΔΙΚΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
Άρνι Θοράρινσον. Ο καιρός της μάγισσας. Μτφρ. Χαρά Κατσέλα. Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις, 2010
Άρναλδουρ Ινδρίδασον . Φορμόλη: Έγκλημα και μυστήριο στο Ρέικιαβικ. Μτφρ. Έφη Τσιρώνη. Αθήνα : Εκδοτικός Οίκος Α.Α. Λιβάνη, 2007
Άρναλδουρ Ινδρίδασον. Η σιωπή του τάφου. Μτφρ. Γιώργος Μπαρουξής. Αθήνα : Εκδόσεις Μεταίχμιο,2012
Ίρσα Σιγκουρδαρντότιρ. Ο κύκλος του κακού. Μτφρ. Βασίλης Καραγιώργος. Αθήνα : Εκδόσεις Διήγηση, 2006
Ίρσα Σιγκουρδαρντότιρ. Οι χαμένες ψυχές. Μτφρ. Μαρία Μπεζαντάκου. Αθήνα : Εκδόσεις Διήγηση, 2009
Ίρσα Σιγκουρδαρντότιρ. Η έκρηξη. Μτφρ. Αρετή Κοντογιώργη. Αθήνα : Εκδόσεις Διήγηση, 2010
Ελένη Παπαγεωργίου
(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο The Books' Journal Ιανουαρίου 2013)


[i] Forshaw, Barry. Death in a cold climate.  A guide to Scandinavian crime fiction. Basingstoke και Νέα Υόρκη,  2012. σ. 128
[ii] Ινδρίδασον, Άρναλδουρ. Voices. Λονδίνο: Harvill, 2006, σ. 185.  Η μετάφραση του αποσπάσματος είναι της γράφουσας.
[iii] Ινδρίδασον, Άρναλδουρ. Η σιωπή του τάφου. Μτφρ. Γιώργος Μπαρουξής. Αθήνα : Εκδόσεις Μεταίχμιο,2012, σ. 37
[iv] Ινδρίδασον, Άρναλδουρ. Φορμόλη: Έγκλημα και μυστήριο στο Ρέικιαβικ. Μτφρ. Έφη Τσιρώνη. Αθήνα : Εκδοτικός Οίκος Α.Α. Λιβάνη, 2007, σ. 29
[v] Death in a cold climate, ό.π., σ. 135
[vi] Σιγκουρδαρντότιρ, Ίρσα. Η έκρηξη. Μτφρ. Αρετή Κοντογιώργη. Αθήνα : Εκδόσεις Διήγηση, 2010, σ. 88
[vii] Jakobsdottir, Katrin. “Meaningless Icalanders: Icelandic Crime Fiction and Nationality”. Scandinavian Crime Fiction. Επιμ. Andrew Nestingen και Paula Arvas. Cardiff: University of Wales Press, 2011, σ. 55
[viii] Φορμόλη. ό.π., σ. 87
[ix] Η σιωπή του τάφου, ό.π., σ. 79
[x] ό.π., σ. 274
[xi] ό.π., σ. 49
[xii] Death in a cold climate, ό.π., σ. 137
[xiii] Η σιωπή του τάφου, ό.π., σ. 156
[xiv] ό.π., σ. 65
[xv] ό.π., σ. 67

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2012

«Ελευθερία είναι για μας η μετανάστευση»



Μετά τα Ληξιπρόθεσμα Δάνεια και την Περαίωση, ο Πέτρος Μάρκαρης κλείνει την Τριλογία της Κρίσης του με το μυθιστόρημα Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία. Με τα τρία μυθιστορήματα ο συγγραφέας αποπειράται να χαρτογραφήσει την Ελλάδα της κρίσης ενόσω αυτή εξελίσσεται.
Αυτή τη φορά τοποθετεί την υπόθεσή του στο εγγύς μέλλον. Είναι οι πρώτες μέρες του σωτήριου έτους 2014 και η Ελλάδα έχεις μόλις επιστρέψει στη δραχμή, μαζί με την Ισπανία και την Ιταλία. Τους παλλαϊκούς πανηγυρισμούς το βράδυ της παραμονής Πρωτοχρονιάς στην Πλατεία Συντάγματος, διαδέχεται η ψυχρολουσία της στάσης πληρωμών και η ωμή πραγματικότητα μιας χώρας διχασμένης.  Η μετάβαση δεν είναι εύκολη για κανέναν, ούτε για τον Αστυνόμο Κώστα Χαρίτο που σχολιάζει εύγλωττα ότι «εδώ μιλάμε για μετακόμιση από μονοκατοικία σε γκαρσονιέρα».
Η ανακάλυψη του νεκρού σώματος ενός επιτυχημένου εργολάβου στις λεηλατημένες ολυμπιακές εγκαταστάσεις σημαίνει συναγερμό στην Γενική Αστυνομική Διεύθυνση. Ο Αστυνόμος Χαρίτος και η ομάδα του, εν μέσω στάσης πληρωμών και κάτω από την πίεση του προϊσταμένου Γκίκα που μάταια αναζητά πολιτική κάλυψη στην υπηρεσιακή κυβέρνηση, αναζητούν τον δολοφόνο . Μόνο κλειδί το μήνυμα που αφήνει ως ήχο κλήσης στο κινητό του νεκρού: «Εδώ Πολυτεχνείο. Εδώ Πολυτεχνείο. Σας μιλά ο σταθμός των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων. Ψωμί, παιδεία, ελευθερία.» Όσο το σχέδιο των δολοφονιών προχωράει, με το φόνο ενός πανεπιστημιακού και ενός συνδικαλιστή, το μήνυμα συμπληρώνεται: «Ψωμί δεν έχουμε. Παιδεία δεν έχουμε. Ελευθερία είναι για μας η μετανάστευση».
Ο Χαρίτος βρίσκεται να ανασκάπτει την πορεία των πρώην αγωνιστών του Πολυτεχνείου από τον αντιδικτατορικό αγώνα στην επιτυχία. Ήδη από τα πρώτα τρία αστυνομικά του μυθιστορήματα (Νυχτερινό Δελτίο, Ο Τσε Αυτοκτόνησε, Άμυνα Ζώνης), το συγγραφέα προβληματίζει η συμμετοχή αγωνιστών του Πολυτεχνείου στις μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις. Ο Χαρίτος,  που τους γνώρισε από τη θέση του αστυνομικού κατά τη διάρκεια της Χούντας, δεν τους εμπιστεύεται. Ο Μάρκαρης δύο δεκαετίες μετά την πτώση της δικτατορίας, εκφράζει την απογοήτευσή του από τη νέα δημοκρατική Ελλάδα. Ο συγγραφέας και ο ήρωάς του δεν είναι μόνοι τους. Στην Ισπανία, ο Καρβάλιο δυσκολεύεται να αποδεχθεί την εμπλοκή πρώην κομμουνιστών  στα Ολυμπιακά Έργα, ενώ  στην Ιταλία ο Μονταλμπάνο εκπλήσσεται από την νέα γενιά τραπεζιτών και επιχειρηματιών της οποίας πρωτοστατούν πρώην σύντροφοί του στο Μάη του 1968.
Στο Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία τα παιδιά της γενιάς του Πολυτεχνείου στέκονται απέναντι στους γονείς τους. Είναι οι άνεργοι μορφωμένοι νέοι που βλέπουν καθαρά ότι, όπως και στην εκκλησία,  «στην ιεραρχία του Πολυτεχνείου ξεκινούσες από απλός αντιστασιακός για να φτάσεις επιχειρηματίας, πανεπιστημιακός ή κλαδικό στέλεχος». Θέλουν να τιμωρήσουν τη γενιά «του απόλυτου ναρκισσισμού», τη γενιά που, αντίθετα με τη δική τους ή αυτή των παππούδων τους, «εισέπραξε και εισπράττει ακόμα».
Ωστόσο, την απάντηση του αινίγματος ο Χαρίτος δεν θα τη βρει σε ιδεολογίες ή στο παιχνίδι της οικονομίας και της πολιτικής. Για τον Μάρκαρη, αυτό που γεννά το έγκλημα είναι η ανθρώπινη εμπάθεια και τα συναισθηματικά τραύματα στα πλαίσια οικογενειακών ή φιλικών σχέσεων. Τραύματα που κουβαλάμε όλοι αλλά ορισμένους τους ξεπερνούν.
Στα περιθώρια της έρευνας βλέπουμε εικόνες μιας χώρας που αγωνίζεται να επινοήσει νέες τεχνικές επιβίωσης. Η ακροδεξιά είναι πλέον υπολογίσιμη απειλή της τάξης και της ασφάλειας, με τους οπαδούς της Χρυσής Αυγής να λειτουργούν περίπου όπως τα Τάγματα Εφόδου της μεσοπολεμικής Γερμανίας της δεκαετίας του ’30 του Φίλιπ Κερρ στη δική του Τριλογία του Βερολίνου. Άσυλα για νεοάστεγους, εναλλακτικά γραφεία ευρέσεως εργασίας για νέους, το διαδικτυακό Ράδιο Ελπίδα που στήνει η κόρη του Χαρίτου, η Κατερίνα, είναι δείγματα γραφής της Ελλάδας που μπορεί να χαρίσει και πάλι αισιοδοξία.
Η κοινωνικοπολιτική κριτική στην Τριλογία της Κρίσης είναι πλέον πολυφωνική. Χαρακτήρες λιγότερο ή περισσότερο σημαντικοί αφηγούνται ιστορίες οικονομικής κατάρρευσης και δυσχερειών, σχολιάζουν και δίνουν εξηγήσεις για τα τεκταινόμενα. Ο Μάρκαρης προσθέτει στο θίασό του τον Γερμανό Ούλι, που αναλαμβάνει να κλονίσει τις πολύ αρνητικές προκαταλήψεις της οικογένειας του Χαρίτου προς το έθνος του.


Ο Χαρίτος σε χαλεπούς καιρούς
Γιος ενωμοτάρχη, ο Χαρίτος δεν επέλεξε το επάγγελμα του αστυνομικού αλλά ήταν η μόνη δυνατότητα που του δόθηκε για να φύγει από το χωριό του. Σίγουρα δεν ψήφισε ποτέ αριστερά ούτε και χαρακτηρίζεται από φανατισμό στις πολιτικές του απόψεις.  Έχει χτίσει, άλλωστε, μια ιδιόμορφη φιλία με τον Ζήση, έναν συνταξιούχο αντιστασιακό και παθιασμένο αριστερό που γνώρισε στην Ασφάλεια κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας. Με τα χρόνια οι διαφορές τους γεφυρώνονται: «Περιμέναμε και οι δυο μας το ραντεβού με την Ιστορία σε διαφορετικές γωνίες, αλλά επειδή το ραντεβού μάς κρέμασε, και εμάς τους δυο και την Ελλάδα, πιάσαμε την κουβέντα και τα βρήκαμε».
Μανιώδης αναγνώστης λεξικογραφικών λημμάτων, ο Χαρίτος αναζητά στα λεξικά του απαντήσεις στα αινίγματα της έρευνας. Οι ορισμοί συχνά ενσωματώνονται στην αφήγηση και λειτουργούν ως τροφή για σκέψη. Αν στα Ληξιπρόθεσμα Δάνεια ο Χαρίτος αναζητά τον ορισμό των όρων της σύγχρονης οικονομικής πραγματικότητας, στο Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία σειρά έχουν η τρομοκρατία, το Πολυτεχνείο και η στάση… πληρωμών.
Ο Χαρίτος δεν είναι παρά ένας τυπικός μικρομεσαίος οικογενειάρχης. Απέναντι στις δύσκολες μέρες της επιστροφής στη δραχμή, οχυρώνεται με τη χάραξη… οικογενειακής στρατηγικής. Άλλωστε, όπως λέει η γυναίκα του, «το μόνο που επιβιώνει ακόμα χωρίς μίσος είναι η οικογένεια». Ο ίδιος εγκαταλείπει τις μετακινήσεις με το αυτοκίνητό του, ενώ η Αδριανή θεσπίζει τα καθημερινά οικογενειακά δείπνα της ευρύτερης οικογένειας. Στο τραπέζι παρελαύνουν φασολάδες, πρασόρυζο, φακές αλλά και το αγαπημένο φαγητό του Αστυνόμου, τα γεμιστά.
Στα μυθιστορήματα του Μάρκαρη η αναπαράσταση της πόλης της Αθήνας επικεντρώνεται στο χάος και την έλλειψη σύγχρονων υποδομών. Οι πολυάριθμοι αναγνώστες των μεταφρασμένων βιβλίων του δεν θα βρουν αρχαιολογικά μνημεία και τη γραφική Πλάκα. Οι περιγραφές των διαδρομών και της εμπειρίας της οδήγησης στους μποτιλιαρισμένους δρόμους της Αθήνας, σχολαστικές όσο και ζωντανές, είναι τόσο συχνές που ο αναγνώστης φτάνει να συμπάσχει με το άγχος του οδηγού. Στην Τριλογία της Κρίσης δίνουν τον τόνο οι αδιάλειπτες διαδηλώσεις. Ο Χαρίτος σχολιάζει σαρκαστικά: «Πενία τέχνας κατεργάζεται», έλεγαν οι παλιοί. Στα χρόνια μας, πενία διαδηλώσεις κατεργάζεται».

Στο Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία όπως και στα υπόλοιπα μυθιστορήματα του Μάρκαρη, έχουμε να κάνουμε με έναν αριστερών πεποιθήσεων συγγραφέα που γράφει για έναν τυπικό μικρομεσαίο Έλληνα αστυνομικό: το αποτέλεσμα είναι μια λογοτεχνία ειλικρινής που διακρίνεται από μια μοναδική κοινωνική ευαισθησία και επιτρέπει στα έργα του να περάσουν τα σύνορα της αστυνομικής λογοτεχνίας.
Ελένη Παπαγεωργίου 
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ (8/12/12)