Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2012

Τραγουδώντας βραχνά για τη Μασσαλία

Ο πρώτος τόμος της Τριλογίας της Μασσαλίας του Ζαν - Κλωντ Ιζζό, Το Μαύρο Τραγούδι της Μασσαλίας, κυκλοφόρησε στη Γαλλία το 1995. Μετά από την εντυπωσιακή επιτυχία του βιβλίου, ακολούθησε το 1996 το Τσούρμο, ενώ δύο χρόνια μετά εμφανίστηκε στα ράφια των γαλλικών βιβλιοπωλείων και ο τρίτος τόμος, με τον τίτλο Soléa. Με αφορμή την κυκλοφορία των τριών έργων της Τριλογίας σε έναν τόμο, αυτό το κείμενο επιχειρεί να απαντήσει στην ερώτηση: «Γιατί η Τριλογία της Μασσαλίας είναι ένα έργο σταθμός της ευρωπαϊκής αστυνομικής λογοτεχνίας;».

Ο Ζαν - Κλωντ Ιζζό (1945-2000) ξεκίνησε την καριέρα του ως στρατευμένος δημοσιογράφος της αριστεράς και έκανε την εμφάνισή του στον κόσμο της λογοτεχνίας πολύ πριν την κυκλοφορία της Τριλογίας της Μασσαλίας. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, είχε δημοσιεύσει κάποιες ποιητικές συλλογές ενώ παράλληλα ερχόταν όλο και πιο κοντά στο είδος του polar,[i] όπως καλείται η αστυνομική λογοτεχνία στην Γαλλία, μέσα από τη συμμετοχή του σε σχετικά εκδοτικά και πολιτιστικά εγχειρήματα. Η αφοσίωσή του στην ποίηση, η μακρά επαγγελματική του πορεία στη δημοσιογραφία, αλλά και η βαθιά του αγάπη για τη Μασσαλία, την πόλη του, ανιχνεύονται στην Τριλογία της Μασσαλίας, τρία μυθιστορήματα που δεν μπορούν να χωρέσουν εύκολα σε καμία λογοτεχνική κατηγορία. Η Τριλογία υπήρξε ένα πραγματικό λογοτεχνικό φαινόμενο στη Γαλλία των μέσων της δεκαετίας του 1990, με όρους εμπορικούς και όχι μόνο. Χωρίς, μάλιστα, να αποτελεί επιδίωξη του συγγραφέα, στάθηκε αφορμή για την ανάδυση μίας νέας σχολής στη γαλλική αστυνομική λογοτεχνία, γνωστή ως polar aïoli ή polar Marseillais, έναν ιδιαίτερο τύπο αστυνομικών μυθιστορημάτων γραμμένων από Μασσαλιώτες συγγραφείς, με την πλοκή τους να τοποθετείται σταθερά στη σύγχρονη Μασσαλία.  

Ζητήματα τιμής

Τα μυθιστορήματα του Ζαν - Κλωντ Ιζζό διαδραματίζονται στη δεύτερη σε πληθυσμό πόλη της Γαλλίας, τη Μασσαλία, και πρωταγωνιστής τους είναι ένας αστυνομικός, ο Φαμπιό Μοντάλ. O Ιζζό ονόμασε τον ήρωά του Μοντάλ αποτίοντας έτσι φόρο τιμής στο Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν, αλλά και στον ιταλό ποιητή Eugenio Montale.[ii] Ο Φαμπιό Μοντάλ, του οποίου οι γονείς ήταν ιταλοί μετανάστες, γεννήθηκε και μεγάλωσε στη μεταπολεμική Μασσαλία, στην εργατική και πολυεθνική συνοικία του Πανιέ. Σε νεαρή ηλικία, μαζί με τους φίλους του, τον Manu, γιo μεταναστών από τη Βαρκελώνη, και τον Ουγκό, γιo μεταναστών από τη Νάπολη, άρχισε να επιδίδεται σε μικροεγκληματικές δραστηριότητες. Σοκαρισμένος μετά από ένα βίαιο επεισόδιο, κατετάγη στον αποικιακό στρατό στο Τζιμπουτί και στη συνέχεια στο αστυνομικό σώμα. Δεν έγινε ποτέ όμως ένας τυπικός αστυνομικός. Όπως σχολιάζει ο Hewitt, “παρά την ταπεινή του καταγωγή, ο Μοντάλ έχει συσσωρεύσει ένα ασυνήθιστα πλούσιο φορτίο πολιτιστικών γνώσεων”.[iii] Όπως ο Σάλβο Μονταλμπάνο, ο σικελός πρωταγωνιστής των αστυνομικών μυθιστορημάτων του Αντρέα Καμιλλέρι, απολαμβάνει το διάβασμα, ο Μοντάλ είναι ειδικός στη μουσική.[iv] Στο Μαύρο Τραγούδι της Μασσαλίας, ο πρωταγωνιστής περιγράφει τον εαυτό του:

«Μ’ άρεσε το ψάρεμα και η σιγή. Να περπατάω στους γύρω λόφους. Να πίνω δροσερό Κασίς. Και αργά τη νύχτα, Lagavulin ή Oban. Μιλούσα λίγο. Είχα όμως άποψη για όλα. Για τη ζωή, για το θάνατο. Για το Καλό, το Κακό. Ο κινηματογράφος ήταν το πάθος μου. Όσο και η μουσική.»[v]

               Όταν μπήκε στην αστυνομία, ο Φαμπιό Μοντάλ είχε συνειδητά αποφασίσει να αφήσει πίσω του τη ζωή του εγκληματία. Παρόλ’ αυτά, η στάση του απέναντι στους θεσμούς, την αστυνομία, το κράτος και το δικαστικό σύστημα είναι προβληματική. Το κίνητρό του για να εμπλακεί σε μια έρευνα έχει πάντα καθαρά προσωπικό χαρακτήρα. Στην Τριλογία της Μασσαλίας, τα θύματα είναι φίλοι, συγγενείς, ερωτικοί σύντροφοι ή νεαρές μετανάστριες που ο πρωταγωνιστής νιώθει ιδιαίτερα κοντά τους όντας και ο ίδιος μετανάστης δεύτερης γενιάς. Ο  Μοντάλ ερευνά επειδή θέλει να καταλάβει. Επιπλέον, επιζητά την εκδίκηση για χάρη της αγάπης και της τιμής, «την τιμή της νιότης μας, της αμοιβαίας φιλίας μας. Και των αναμνήσεων».[vi] Στο Μαύρο Τραγούδι της Μασσαλίας, λόγου χάριν, ερευνά τη βίαιη δολοφονία ενός από τους παιδικούς του φίλους, του Ουγκό, αλλά και το βιασμό και το θάνατο της Λεϊλά, μιας νεαρής γυναίκας αραβικής καταγωγής με την οποία είχε δημιουργήσει μια ιδιαίτερη τρυφερή σχέση. Στο Τσούρμο, ο  Μοντάλ, που έχει πλέον εγκαταλείψει την αστυνομία, αναγκάζεται να ξαναμπεί σε δράση όταν ο γιος της αγαπημένης του ξαδέρφης, ο έφηβος Γκουιτού, εξαφανίζεται. Όσο για το  Soléa, η Μπαμπέτ, πρώην ερωμένη και νυν καλή φίλη του Μοντάλ, βρίσκεται σε σοβαρό κίνδυνο, όταν μπαίνει στο στόχο της ιταλικής Μαφίας εξαιτίας των δημοσιογραφικών της ερευνών. Και στα τρία μυθιστορήματα, καμία έρευνα δεν ανατίθεται επίσημα στο Φαμπιό Μοντάλ. Στην πραγματικότητα, ο ίδιος δεν κάνει τίποτα διαφορετικό από το να προστατεύει τα αγαπημένα του πρόσωπα ή να παίρνει εκδίκηση στο όνομά τους.

Καθώς αγωνίζεται να καταλάβει, απελπίζεται. Είναι ένας άντρας μόνος που παλεύει να «ασκήσει ακόμα και ελάχιστο έλεγχο στο χάος της σύγχρονης ύπαρξης»,[vii] με άλλα λόγια, ένας αρχετυπικός νουάρ ήρωας. Στο Μαύρο Τραγούδι της Μασσαλίας, ο Μοντάλ συνειδητοποιεί την τραγική κατάσταση στην οποία βρίσκεται: «Είχα μείνει μόνος και θα έκανα βουτιά στα σκατά».[viii] Η απογοήτευση του Μοντάλ δεν έχει να κάνει μόνο με την προσωπική του εμπλοκή σε βίαιες υποθέσεις αλλά και με τη σκοτεινή πραγματικότητα που τον περιτριγυρίζει. Με τα δικά του λόγια:

«Τίποτα δεν καταλάβαινα πια. Ήμουν νοκ-άουτ. Το μίσος και η βία. Οι κακοποιοί, οι μπάτσοι, οι πολιτικάντηδες. Με λίπασμα την μιζέρια, την ανεργία, το ρατσισμό. Με ζωύφια πιασμένα σε ιστό αράχνης μοιάζαμε όλοι μας. Παλεύαμε να ξεφύγουμε, ήταν σίγουρο όμως ότι θα μας έτρωγε τελικά η αράχνη.»[ix]

Στην πράξη, αυτές ακριβώς είναι οι θεματικές που απασχολούν τον Ιζζό στην Τριλογία του: το οργανωμένο έγκλημα, η πολιτική διαφθορά, η φτώχεια, ο ρατσισμός. Η αστυνομία και το δικαστικό σύστημα φαίνονται να είναι θεσμοί διεφθαρμένοι και αναξιόπιστοι. Ο Μοντάλ δεν εγκρίνει τις μεθόδους της αστυνομίας, ειδικά όταν πρόκειται για την εγκληματικότητα των νεαρών μεταναστών των βορείων προαστίων της πόλης. Όσο για την άποψή του για τη δικαιοσύνη, έχει χάσει κάθε εμπιστοσύνη σε αυτή. Όπως ισχυρίζεται η Claire Gorrara, στην Τριλογία της Μασσαλίας, ο Ιζζό εκθέτει έντεχνα μια  «καλοδουλεμένη κριτική της καπιταλιστικής κουλτούρας της εποχής του»[x]. Για τον Edmund J.Smith, από την άλλη, η Τριλογία μπορεί να διαβαστεί ως ένα κείμενο έντονα πολιτικό, λόγω της συνειδητής άμεσης και έμμεσης κριτικής της σύγχρονης Γαλλίας που ασκείται μέσα από τα μυθιστορήματα.[xi] Η κριτική αυτή φανερώνει επιπλέον την επιρροή του néo-polar κινήματος στα μυθιστορήματα της Τριλογίας. Η παρουσίαση του κράτους ως ενός διεφθαρμένου συστήματος σε συνεργασία με το οργανωμένο έγκλημα, η κατασκευή του κεντρικού χαρακτήρα ως αποδιοπομπαίου τράγου και η απαισιοδοξία που διέπει συνολικά την Τριλογία είναι επιπλέον στοιχεία που αποδεικνύουν την néo-polar επιρροή. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι έχουμε να κάνουμε με néo-polar μυθιστορήματα. Η έμφαση στην προσωπική κρίση του Μοντάλ και στις υπαρξιακές του περιπέτειες δεν μας επιτρέπουν να θεωρήσουμε τον Ζαν - Κλωντ Ιζζό παρά μόνο ως έναν ‘’απόγονο’’ του néo-polar.

Μια πόλη στο μεταίχμιο

Στην Τριλογία της Μασσαλίας, η πόλη δεν είναι μόνο ο χώρος της δράσης αλλά  αναδεικνύεται σε έναν ακόμα χαρακτήρα, και μάλιστα πολύ σημαντικό. Δεν είναι μια πόλη σαν όλες τις άλλες. Στο Μαύρο Τραγούδι της Μασσαλίας, ο Φαμπιό Μοντάλ χαρακτηρίζει τη Μασσαλία «μια ουτοπία. Η μοναδική ουτοπία στη γη», μια πόλη που «ανήκει στους κατοίκους της».[xii] Στο Τσούρμο λέει για την προσωπική του πατρίδα:

« (…)Η Μασσαλία είναι ένα πεπρωμένο. Το δικό μου. Όλων εκείνων που την κατοικούν, που δεν φεύγουν πια. Δεν ήταν ζήτημα ιστορίας ή παραδόσεων, γεωγραφίας ή ριζών, μνήμης ή αντιλήψεων. Όχι, ήταν απλώς έτσι. Έλεγε κανείς είμαι από ‘δω, λες κι όλα ήταν αποφασισμένα.»[xiii]

Η Μασσαλία παίζει ρόλο συμβόλου στα έργα. Για τον Ζαν - Κλωντ Ιζζό το να γράφει για την πόλη σημαίνει να γράφει για τις τρεις εξέχουσες θεματικές του λογοτεχνικού του έργου: το οργανωμένο έγκλημα, το ρατσισμό και τη μιζέρια.[xiv] Μέσα από τη συνεχή σύγκριση με το Παρίσι, η Μασσαλία προκύπτει ως μια ζωντανή μεσογειακή μητρόπολη. Μια πόλη με μια μακρά παράδοση προσέλκυσης μεταναστών, ισχυρές μεταναστευτικές κοινότητες και ανεκτικότητα προς τις διαφορετικές κουλτούρες, η Μασσαλία στα μέσα της δεκαετίας του 1990 επανεξετάζει πλέον αυτά της τα χαρακτηριστικά, στη σκιά σοβαρών οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων. Η νέα πραγματικότητα συνοψίζεται στην εγκληματικότητα των βορείων προαστίων και σε μια ολοένα αυξανόμενη ρατσιστική στάση των πολιτών. Ο Ιζζό γράφει την Τριλογία του σε μια περίοδο ανόδου των ακροδεξιών ιδεών, που βρίσκει την έκφρασή της στη γαλλική πολιτική σκηνή με την ανάδειξη σε υπολογίσιμη πολιτική δύναμη του Εθνικού Μετώπου του Λε Πεν. Ο Φαμπιό Μοντάλ, δεύτερης γενιάς μετανάστης ο ίδιος, θλίβεται με την αλλαγή στην παραδοσιακά φιλόξενη φύση της πόλης του και σχολιάζει με πικρία:

«Ήδη τότε δεν έλειπαν οι Άραβες. Μήτε οι Μαύροι. Μήτε οι Βιετναμέζοι, οι Έλληνες, οι Αρμένιοι, οι Πορτογάλοι. Χωρίς πρόβλημα όμως. Η οικονομική κρίση το δημιούργησε το πρόβλημα. Η ανεργία. Όσο ανέβαινε η ανεργία, τόσο πιο πολλούς τους βλέπαμε τους μετανάστες. Νόμιζες ότι ο αριθμός τον Αράβων αυξανόταν σε αναλογία με τις στατιστικές της ανεργίας.»[xv]

Για τον πρωταγωνιστή, ο ρατσισμός είναι απόρροια πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων και έτσι πρέπει να αντιμετωπιστεί.

Ο Ζαν - Κλωντ Ιζζό, όταν αναφέρεται στη Μασσαλία, συχνά επιμένει στη σημασία του παλιού λιμανιού και του ανοίγματος της πόλης στη θάλασσα, στο ρόλο της πόλης ως σημείου αναχώρησης και επιστροφής. Η Μασσαλία, όπως και η Βαρκελώνη του Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν ή η Αθήνα του Πέτρου Μάρκαρη, είναι ένα μεσογειακό λιμάνι με μακρά ιστορία. Είναι μια «πύλη της Ανατολής. Για το αλλού. Την περιπέτεια. Το όνειρο».[xvi] Ο Μοντάλ πιστεύει στη σημασία του λιμανιού για τη Μασσαλία και αντιτίθεται στα κρατικά σχέδια για ανακατασκευή. Δεν μπορεί να φανταστεί την πόλη χωρίς τα καράβια της και τις παλιές της αποθήκες.

Η ακτή της Μασσαλίας προκύπτει ως μια οριακή περιοχή μεταξύ της μιζέριας και της διαφθοράς της πόλης και της καθαρότητας και της ελευθερίας της ανοιχτής θάλασσας. Είναι ένα σύμβολο του μεσογειακού δυισμού, των αντιθέσεων του ευρωπαϊκού νότου. Το φως, οι ζεστοί άνθρωποι, η θάλασσα, οι καθημερινές απολαύσεις αντιτίθενται στο πλέγμα του οργανωμένου εγκλήματος και του υπόγειου δολοφονικού ρατσισμού. Συμβολίζοντας την αιώνια πάλη ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, αυτή η αντίθεση χρησιμοποιείται από τον Ιζζό ως ραχοκοκαλιά της αφήγησής του.  Για τον Smyth, ο Ιζζό στηρίζει τη μυθοπλασία του σε «μια θεματική αντιπαράθεση, στο επίπεδο της αφήγησης, του ‘’μαύρου’’, που εμφανίζεται μέσω της δυστυχίας που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη Μασσαλία και τα βόρεια προάστια ιδιαίτερα, και της θάλασσας και του ήλιου της Μεσογείου, κατεξοχήν φωτεινά και λυτρωτικά στοιχεία».[xvii] Καθώς κινείται στην πόλη και ανάμεσα στις διαφορετικές κοινωνικές ομάδες, αντιλαμβάνεται ότι η αρμονία είναι επιφανειακή. Έχει συνείδηση του τι κρύβεται από κάτω: «Η πραγματικότητα είναι όμως σαν την καλαμιά. Λυγίζει μα δε σπάει. Ποτέ. Οι αυταπάτες και η ανθρώπινη βρωμιά δίνουν πάντα το παρών. Όπως και ο θάνατος».[xviii] Στην Τριλογία, η ζωή στη Μασσαλία είναι μια άσκηση ισορροπίας μεταξύ της δυστυχίας και της ευτυχίας. Με τα λόγια του Μοντάλ:

«Διέσχιζα τη Μασσαλία αλλά τίποτα δεν έβλεπα πια γύρω μου. Το μόνο που γνώριζα ακόμα σχετικά μ’ αυτήν, ήταν η υπόκωφη βία της και ο επιδερμικός ρατσισμός της. Ξεχνούσα ότι η ζωή δεν ήταν μόνον αυτά. Ότι, παρά τα όσα συνέβαιναν εκεί, άρεσε στους ανθρώπους αυτής της πόλης να ζουν και να γλεντάνε. Ότι με την κάθε ημέρα που ξημέρωνε, η ευτυχία φάνταζε σαν ιδέα καινούργια, έστω κι αν αργά τη νύχτα η κατάληξη ήταν ένας βίαιος έλεγχος ταυτοτήτων.»[xix]



Vivere sensualmente

Στην περίπτωση του πρωταγωνιστή, η ευτυχία βρίσκεται στις μικρές καθημερινές απολαύσεις, όπως το καλό φαγητό και ποτό. Ολόκληρες συνταγές τοπικών σπεσιαλιτέ, όπως είναι η bouillabaisse ή η soupe au pistou, ενσωματώνονται στην αφήγηση. Το ίδιο συμβαίνει και με τις αναλυτικές περιγραφές των προβηγκιακών ηθών στο ποτό. Ο Μontale απολαμβάνει να μαγειρεύει για τους αγαπημένους του ή να τρώει σε μικρά οικογενειακά εστιατόρια. Το φαγητό είναι ένας τρόπος γι’ αυτόν για να πολεμήσει τον συντριπτικό φόβο του θανάτου. Όταν βρίσκεται σε δύσκολη θέση, ξεχνιέται με ένα καλό γεύμα ή αρκείται να σκέφτεται το μαγείρεμα και το φαγητό. Στο Τσούρμο, ο Μοντάλ δίνει μια εξήγηση γι’ αυτό:

«Πεινούσα, ήταν πολύ νόστιμα. Μου αρέσει να τρώω. Αλλά είναι ακόμα χειρότερα όταν έχω σκοτούρες, κι ακόμα χειρότερα όταν γειτνιάζω με το θάνατο. Έχω ανάγκη να καταβροχθίσω φαγιά, λαχανικά, κρέατα, ψάρια, γλυκά ή λιχουδιές. Να πλημμυρίσω από τις γεύσεις τους. Δεν έχω βρει τίποτα καλύτερο για να αποκρούω τον θάνατο. Να φυλάγομαι από δαύτον. Η καλή κουζίνα και τα καλά κρασιά. Μια τέχνη της επιβίωσης.»[xx]

Σε όλη την έκταση των έργων της Τριλογίας της Μασσαλίας, όταν γίνεται αναφορά στο φαγητό και το ποτό, το κείμενο είναι «ποτισμένο με μεσογειακό αισθησιασμό και ευαισθησία».[xxi] Η Dhoukar, στην εισαγωγή της γαλλικής επίτομης έκδοσης της Τριλογίας, σχολιάζει ότι αυτός ο αισθησιασμός, «μια μίξη της γης, της πόλης, της γυναίκας», οφείλεται στη μακρά ενασχόληση του συγγραφέα με την ποίηση.[xxii] Στο έργο του Ιζζό ο αισθησιασμός αποκτά διπλή σημασία. Δεν αναφέρεται μόνο σε κάτι που προκαλεί έντονες συναισθηματικές και σωματικές αντιδράσεις αλλά, επίσης, σε κάτι που αναφέρεται στις πέντε αισθήσεις.

Στην Τριλογία, η όσφρηση είναι αίσθηση που προτιμάται για την αναπαράσταση του κόσμου. Από την αηδιαστική μυρωδιά των σκουπιδιών της Μασσαλίας, στην αισθησιακή μυρωδιά των γυναικών και από την προκλητική μυρωδιά του φαγητού μέχρι τη μοιραία οσμή του θανάτου: «Με κύκλωσε ξανά η μυρουδιά του θανάτου. Όχι εκείνη που είχα στο νου μου και νόμιζα ότι απέπνεε το κορμί μου. Αλλά μια πολύ πραγματική μυρουδιά θανάτου. Καθώς και η μυρουδιά του αίματος που τόσο συχνά τη συνοδεύει».[xxiii] Για τον πρωταγωνιστή η σχέση του με τη θάλασσα και το εκτυφλωτικό φως της Μασσαλίας περνάει κι αυτή μέσα από τις αισθήσεις. Ο Μοντάλ έχει συνείδηση της ανάγκης του να είναι κοντά στη θάλασσα, όχι σε οποιαδήποτε θάλασσα, αλλά στη θάλασσά του. Στο Soléa, η θέα της θάλασσας του δίνει κουράγιο:

«Είχα γυρίσει αλλού το κεφάλι και κοίταζα τον ορίζοντα. Εκεί όπου η θάλασσα σκουραίνει και φαίνεται πιο συμπαγής. Σκέφτηκα ότι η λύση για όλες τις αντιθέσεις της ζωής εκεί βρισκόταν, σ’ αυτή τη θάλασσα. Τη Μεσόγειό μου. Ένιωσα να γίνομαι ένα μαζί της. Να διαλύομαι μέσα της και να λύνω επιτέλους όλα τα προβλήματα που ποτέ μου δεν αξιώθηκα και που ποτέ δεν να αξιωθώ να λύσω στη ζωή μου.»[xxiv]

Ο Μοντάλ λατρεύει να κολυμπάει και να πηγαίνει με τη μικρή του ψαρόβαρκα στα νησιά του όρμου της Μασσαλίας. Εκεί τον βούτηξε για πρώτη φορά ο πατέρας του στο νερό στην ηλικία των πέντε ετών. Η επιστροφή σε αυτά τα ίδια νερά τον βοηθάει να νιώσει καλά όποτε βρίσκεται σε κίνδυνο: «Αυτό το πρώτο μου μπάνιο, κάπου εκεί υπολόγιζα ότι έγινε και επέστρεφα εκεί κάθε φορά που μ’ έπιανε θλίψη. Όπως όταν θες να ξαναβρείς την πρώτη σου στιγμή ευτυχίας».[xxv] Άλλωστε για τον πρωταγωνιστή της Τριλογίας, το πάθος για τη θάλασσα και τον ήλιο του Νότου μοιάζει με το ερωτικό πάθος: “Συχνά σκεφτόμουν πως όταν αγκαλιάζεις το κορμί μιας γυναίκας είναι, κατά κάποιον τρόπο, σαν να θέλεις να κρατήσεις πάνω σου αυτή την απίστευτη χαρά που ξεχύνεται από τον ουρανό στη θάλασσα».[xxvi]

Από την Τριλογία δεν λείπει ο έρωτας. Μάλιστα, υπάρχει πλήθος γυναικείων χαρακτήρων. Ο Φαμπιό Μοντάλ, έχοντας μεγαλώσει σε μια μητριαρχική ιταλική οικογένεια, όπως και ο ίδιος ο συγγραφέας, νιώθει ηρεμία μόνο ανάμεσα σε γυναίκες. Κάποια στιγμή, σε μια έκλαμψη ειλικρίνειας σκέφτεται: «Είχα εκεί, ζωντανό μπροστά μου, το όνειρο κάθε αρσενικού: μια μητέρα, μιαν αδελφή και μία πόρνη!».[xxvii] Στην Τριλογία, όντως, σχετίζεται με γυναίκες που ικανοποιούν την ανάγκη του για μητρική αγάπη, ερωτική ικανοποίηση ή συντροφικότητα. Παρόλα αυτά, είναι εργένης. Στο Μαύρο Τραγούδι της Μασσαλίας δίνει την εξήγησή του: «Οι γυναίκες που αγάπησα θα μπορούσαν να ήταν οι γυναίκες της ζωής μου. Από την πρώτη ως την τελευταία. Δεν το θέλησα όμως.»[xxviii]

Τα πολλά πρόσωπα της Εύας

Η Λολ είναι η γυναίκα που έχει αγαπήσει πιο πολύ, και ο εντυπωσιακότερος γυναικείος χαρακτήρας στην Τριλογία. Είναι η τσιγγάνα παιδική φίλη, που κατέληξε να γίνει εμμονή και αντικείμενο του πόθου για τους τρεις φίλους, τον Manu, τον Ουγκό και τον Φαμπιό. Είναι η άπιαστη γυναίκα, ένα σύμβολο έρωτα και θηλυκότητας. Στο Μαύρο Τραγούδι της Μασσαλίας, ο Μοντάλ προσπαθεί να καταλάβει γιατί η Λολ τους έλκυσε τόσο και τους τρεις:

«Αυτό που έδωσε στη Λολ την ομορφιά της ήταν ο δικός μας ο πόθος γι’ αυτήν. Η επιθυμία που είχε διαγνώσει μέσα μας. Όσο για μας, αυτό που μας είχε μαγνητίσει ήταν τα όσα υπήρχαν στο βάθος των ματιών της. Αυτό το μακρινό πουθενά από όπου ερχόταν και όπου φαινόταν να πηγαίνει. Ρομ ήταν. Άνθρωπος του ταξιδιού. Διέσχιζε κάθε χώρο και έλεγες πως δεν την άγγιζε ο χρόνος. Αυτό ήταν που πρόσφερε. Αυτή διάλεξε τους εραστές της στο μεσοδιάστημα ανάμεσα στον Ουγκό και τον Μανού. Σαν άντρας. Από την άποψη αυτή ήταν απρόσιτη.»[xxix]

Η Λολ, για τον Μοντάλ, ενσαρκώνει τον αισθησιασμό με έναν μοναδικό τρόπο. Έτσι, όταν αναφέρεται σε εκείνη, ο Μοντάλ χρησιμοποιεί και τις πέντε αισθήσεις, επιμένοντας στην ιδιαίτερα μεσογειακή μυρωδιά της, μυρωδιά από βασιλικό και μέντα.

Απηχήσεις της Λολ βρίσκουμε και στους άλλους γυναικείους χαρακτήρες της Τριλογίας, τη Λεϊλά, τη Μαρί-Λου, τη Κουκ, τη Σονιά. Όπως η Λολ, αναπαριστώνται μέσω των αισθήσεων. Η Λεϊλά, μια νεαρή μετανάστρια δεύτερης γενιάς που είναι ερωτευμένη με τον Μοντάλ, ευωδιάζει μέλι και μπαχαρικά. Η Μαρί-Λου, μια εικοσάχρονη πόρνη από τις Δυτικές Ινδίες, μυρίζει cashew nut oil. Η Κουκ, η μυστηριώδης βιετναμέζα μητέρα ενός υπόπτου στο Τσούρμο, μυρίζει εξωτισμό: «Δεν ήξερα τίποτα για το Βιετνάμ, όμως όλες του οι ευωδίες ήρθαν να με συναντήσουν. Μόλις γεννιέται κάπου ο πόθος, σκέφτηκα, γεννιούνται διάφορες μυρωδιές. Το ίδιο ευχάριστες όλες».[xxx] Είναι η femme fatale φιγούρα της Τριλογίας, μια ακατανίκητη γυναίκα που χρησιμοποιεί τη γοητεία της για να ικανοποιήσει τους προσωπικούς της στόχους. Η Σονιά είναι η φαντασίωση της γυναίκας με την οποία ο Μοντάλ θα μπορούσε να έχει κάνει ένα καινούριο ξεκίνημα. Οι αναμνήσεις της μοναδικής νύχτας που πέρασαν μαζί και η οργή του για την άδικη μοίρα της ωθούν τον Μοντάλ να πάρει εκδίκηση στο όνομά της. Η Μπαμπέτ και η Ελέν είναι η καθεμιά μια διαφορετική περίπτωση. Με τους ρόλους τους, ως δημοσιογράφος και αστυνομικός αντίστοιχα, απειλούν την αρρενωπότητα του Φαμπιό. Τον ελκύουν και οι δύο, μάλιστα με την Μπαμπέτ έχουν παλιότερα υπάρξει εραστές. Αρνείται, όμως, να εμπλακεί ερωτικά με καμία από τις δύο.

Η Ονορίν, η γειτόνισσα του Μοντάλ, είναι η μητρική φιγούρα, η ενσάρκωση της ιδέας της αρχέγονης μητέρας. Άριστη μαγείρισσα, η Ονορίν τον φροντίζει από αγάπη, χωρίς να ζητά κάποιο αντάλλαγμα εκτός απ’ ό,τι κάθε μάνα θα ευχόταν για τον γιό της, να τον δει δηλαδή παντρεμένο και ευτυχισμένο. Ο Μοντάλ την αγαπά εξίσου: «Ήταν η καλύτερη μανούλα. Μόνο για μένα».[xxxi]

Οι γυναίκες της Τριλογίας της Μασσαλίας ανατρέπουν το στερεότυπο της γυναίκας ως παθητικού θύματος στην αστυνομική λογοτεχνία. Μετανάστριες φοιτήτριες, ανύπαντρες μητέρες, γενναίες δημοσιογράφοι, δυναμικές πρόσφυγες, έξυπνες αστυνομικοί, οι γυναίκες του Ζαν - Κλωντ Ιζζό αποτελούν την πραγμάτωση της τυπικά μεσογειακής μίξης αισθησιασμού και ενστίκτου επιβίωσης. Παίρνουν τις ζωές τους στα χέρια τους και αγωνίζονται για την ανεξαρτησία και την ελευθερία τους. Επίσης, παίζουν ιδιαίτερα ενεργό ρόλο στα μυθιστορήματα, δρώντας σαν καταλύτες της δράσης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ευθύνονται οι ίδιες για το κακό που θα ακολουθήσει την εμφάνισή τους. Για παράδειγμα, στο Soléa, όλα αρχίζουν με ένα γράμμα της Μπαμπέτ, που βρίσκεται σε κίνδυνο εξαιτίας μιας έρευνάς της για τις διασυνδέσεις της ιταλικής και της γαλλικής Μαφίας. Ωστόσο, η  Μπαμπέτ δεν είναι ένοχη για τις δραματικές εξελίξεις αλλά στέκεται απλά η αφορμή να ξεδιπλωθεί μια κρυμμένη πραγματικότητα.

Είναι ακριβώς αυτή η επιθυμία να αποκαλυφθεί η κρυμμένη πραγματικότητα που βρίσκεται στην καρδιά της Τριλογίας της Μασσαλίας. Τα βιβλία μπορεί να κυκλοφόρησαν στη μυθική Serie Noire των  Éditions Gallimard, αλλά αυτό που φαίνεται να απασχολεί περισσότερο τον συγγραφέα είναι το πώς μπορεί να χρησιμοποιήσει τη μυθοπλασία ως εργαλείο κοινωνικής και πολιτικής κριτικής. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο υιοθετεί το είδος της αστυνομικής λογοτεχνίας, αυτό που στη Γαλλία καλείται polar. Τα μυθιστορήματα της Τριλογίας της Μασσαλίας είναι γοητευτικά σκοτεινά αστικά παραμύθια αλλά και αφορμές για να σχολιάσει ένας έντονα πολιτικοποιημένος συγγραφέας τα σύνθετα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα της αγαπημένης του Μασσαλίας.

Ελένη Παπαγεωργίου

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο τεύχος 15 του The Books' Journal, Ιανουάριος 2012)

[i] Η Claire Gorrara, στην πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη της σχετικά με το μεταπολεμικό γαλλικό νουάρ μυθιστόρημα, ισχυρίζεται ότι: «Το polar δεν είναι απλώς ένα μυθιστόρημα. Είναι μια μορφή πολιτιστικής αφήγησης των καιρών μας. Είμαι μια λογοτεχνική φόρμα που έχει στόχο να κοιτάξει με επιφύλαξη το παρελθόν και το παρόν και να ανατρέψει τις προκαταλήψεις και τις υποθέσεις μας για το μέλλον». (Gorrara, Claire. The Roman Noir in Post-War French Culture. Dark Fictions. Oxford: Oxford University Press, 2003. σ. 126)
[ii] Dhoukar, Nadia. “Jean – Claude Izzo: Trajectoire d’un homme”. La Trilogie Φαμπιό Μοντάλ. Jean – Claude Izzo. Paris: Gallimard, 2006. σ. 26
[iii]Hewitt, Nickolas. “Departures and homecomings: Diaspora in Jean – Claude Izzo’s Marseille”. French Cultural Studies 17/3 (2006): 257-268. σ. 261
[iv] Έχει ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι και οι τρεις τίτλοι των μυθιστορημάτων στα γαλλικά αναφέρονται στη μουσική: Total Khéops (Το Μαύρο Τραγούδι της Μασσαλίας) είναι ο τίτλος ενός κομματιού του μασσαλιώτικου συγκροτήματος IAM, Chourmo (Το Τσούρμο) ονομάζεται ένας δίσκος του επίσης τοπικού συγκροτήματος Massilia Sound System ενώ, τέλος, το Soléa είναι ένα κομμάτι του Miles Davis.
[v] Izzo, Jean- Claude. Το Μαύρο Τραγούδι της Μασσαλίας. Η Τριλογία της Μασσαλίας. Μτρφ. Ριχάρδος Σωμερίτης. Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις, 2011. σ. 52
[vi] ό.π., σ. 75
[vii] Horsley, Lee. Αναφορά στο Smyth, J. Edmund. “Marseille Noir: Jean – Claude Izzo and the Mediterranean detective”. Romance Studies 25/2 (2007): 111-121. σ.116
[viii] Izzo, Jean- Claude. Το Μαύρο Τραγούδι της Μασσαλίας. ό.π., σ. 218
[ix] ό.π., σ. 228
[x] Gorrara, Claire. ό.π.,  σ. 71
[xi] Smyth, J. Edmund. ό.π., σ. 117
[xii] Izzo, Jean- Claude. Το Μαύρο Τραγούδι της Μασσαλίας. ό.π., σ. 231
[xiii] Izzo, Jean- Claude. Το Τσούρμο. Η Τριλογία της Μασσαλίας. Μτρφ. Αλέξης Εμμανουήλ. Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις, 2011. σ. 471
[xiv] Dhoukar, Nadia. ό.π., σ. 31
[xv] Izzo, Jean- Claude. Το Μαύρο Τραγούδι της Μασσαλίας. ό.π., σ. 170-171
[xvi] ό.π., σ. 217-218
[xvii] Smyth, J. Edmund. ό.π., σ. 113
[xviii] Izzo, Jean- Claude. Το Τσούρμο. ό.π., σ. 403
[xix] Izzo, Jean- Claude. Το Μαύρο Τραγούδι της Μασσαλίας. ό.π., σ. 88
[xx] ό.π., σ. 641
[xxi] Smyth, J. Edmund. ό.π., σ. 119
[xxii] Dhoukar, Nadia. ό.π., σ. 19
[xxiii]  Izzo, Jean- Claude. Soléa. Η Τριλογία της Μασσαλίας. Μτρφ. Ριχάρδος Σωμερίτης. Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις, 2011. σ. 609
[xxiv] ό.π., σ. 590
[xxv] Izzo, Jean- Claude. Το Μαύρο Τραγούδι της Μασσαλίας. ό.π., σ. 52
[xxvi] ό.π., σ. 585
[xxvii] ό.π., σ. 181
[xxviii] ό.π., σ. 91
[xxix] ό.π., σ. 93-94
[xxx] Izzo, Jean- Claude. Το Τσούρμο. ό.π., σ. 473
[xxxi] Izzo, Jean- Claude. Soléa. Η Τριλογία της Μασσαλίας. ό.π., σ. 586